- φυσίγναθος
- φῡσίγνᾰθος, ὁ,A Puff-cheek, name of a frog in Batr.56: hence [full] φῡσιγνᾰθέω, = φυσῶ τὰς γνάθους, Tz.H.8.tit.201.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φυσίγναθος — ο / φυσίγναθος, ον, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος υδρόβιων αγάμων τής Άπω Ανατολής και τής Αυστραλίας αρχ. (κωμική λέξη για βάτραχο) φουσκομάγουλος, φουσκομούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. σχηματισμένη από τις λ. φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» και γνάθος. Η λ. ως … Dictionary of Greek
φυσίγναθος — φῡσίγναθος , φυσίγναθος Puff cheek masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσιγναθώ — έω, Μ [φυσίγναθος] φουσκώνω τα μάγουλά μου … Dictionary of Greek
φυσιγνάθου — φῡσιγνάθου , φυσίγναθος Puff cheek masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσίγναθε — φῡσίγναθε , φυσίγναθος Puff cheek masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσίγναθον — φῡσίγναθον , φυσίγναθος Puff cheek masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)